- τσιμεντοποίηση
- η, Νη στερεοποίηση τού τσιμέντου ή άλλου υλικού και η μετατροπή του σε σκληρή μάζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυλονίτης — Πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται σε μια γραμμή ρήγματος του φλοιού της Γης και αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, που θρυμματίστηκαν από δυναμικές δράσεις· τα μικρά κενά ανάμεσα στα θραύσματα γέμισαν ύστερα από διαδοχικές γενέσεις… … Dictionary of Greek